- συνοικιστῆρα
- συνοικιστήρone who joins in peoplingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισδέχομαι — εἰσδέχομαι (Α) 1. επιτρέπω την είσοδο 2. υποδέχομαι 3. παραδέχομαι, παίρνω («εἰσδέξαι τινὰ συνοικιστῆρα») … Dictionary of Greek